- κοκκινοπρόσωπος
- -η, -οαυτός που έχει κόκκινο πρόσωπο, κοκκινομούρης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοκκινοπρόσωπος — η, ο που έχει πρόσωπο κόκκινου χρώματος, που το πρόσωπό του έχει κοκκινίσει από κάποια αιτία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ερυθροπάρειος — ο αυτός που έχει κόκκινα μάγουλα, ο κοκκινοπρόσωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + παρειος < παρειά «μάγουλο». Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ερυθροπρόσωπος — η, ο (AM έρυθροπρόσωπος, ον) αυτός που έχει ερυθρό πρόσωπο, ο κοκκινοπρόσωπος … Dictionary of Greek
κοκκινομούρης — α, ικο αυτός που το πρόσωπό του έχει κόκκινο χρώμα, κοκκινοπρόσωπος … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek